- ἄθραυστα
- ἄθραυστοςunbrokenneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αλυκτοπέδη — ἀλυκτοπέδη, η (Α) συνήθως στον πληθ. αἱ ἀλυκτοπέδαι δεσμά που θλίβουν, καταπιέζουν, ενοχλούν κατ’ άλλους δεσμά άλυτα, άθραυστα. [ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθετη λ. με β΄ συνθετικό τη λ. πέδη «πέδικλον, εμπόδιο». Το α΄ συνθετ. τής λ. είναι αβέβαιης ετυμολογίας… … Dictionary of Greek
οξικό οξύ — Άχρωμο υγρό έντονης οσμής, του οποίου το μόριο αποτελείται από δύο άτομα άνθρακα τέσσερα υδρογόνου και δύο οξυγόνου (χημικός τύπος CH3COOH). Βρίσκεται σε χαμηλό ποσοστό (5 8%) στο ξίδι οικιακής χρήσης και έχει ευρεία βιομηχανική εφαρμογή στις… … Dictionary of Greek